- γούνινος
- η , ο меховой, из меха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καΐστορος — καΐστορος, ον (Μ) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καστόρι, ο γούνινος … Dictionary of Greek